- οξάγγιον
- ὀξάγγιον, τὸ (Α)βλ. οξύγγιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξύγγιον — ὀξύγγιον και ὀξάγγιον, τὸ (Α) 1. χοιρινό λίπος, ξίγκι, λαρδί 2. πληθ. λιπαντική ουσία για τους άξονες τής άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. axungia «χοιρινό λίπος»] … Dictionary of Greek